-
1 μέγιστο
[мэгисто] ста. о. максимум.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέγιστο
-
2 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
3 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
4 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
5 осадка
1. (грунта) η καθίζηση 2. (операция кузнечно-прессового производства) η συμπιεστική εξόγκωση 3. мор. το βύθισμα (του πλοίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осадка
-
6 максимум
-
7 акселерометр
το επιταχυνσίμετροο μετρητής της επιτάχυνσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акселерометр
-
8 амплитуда
το εύρος, η ευρύτητα, η έκταση, το πλάτος (δόνησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > амплитуда
-
9 бимс
мор. το ζυγό, το καμάρι, η άνω εγκάρσια δοκός του σκάφουςτο μέγιστο πλάτος του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бимс
-
10 валентность
το σθένοςη δυναμικότηταхимическая - о χημικός δεσμός, το σθένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валентность
-
11 вес
το βάρ/οςмеры - а τα σταθμά, τα ζύγιαразница между - ом брутто и нетто διαφορά μεταξύ μ(ε)ικτού και καθαρού - ουςмаксимальный взлетный ав. - μέγιστο - απογείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вес
-
12 максимальность
το μέγιστο(ν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > максимальность
-
13 максимум
το μέγιστο(ν), το ανώτατο όριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > максимум
-
14 погрешность
1. (ошибка, неправильность, неточность) το σφάλμα, το λάθος, абсолютная - απόλυτο -квадрантная - τεταρτο-κυκλικό - (πυξίδας), τετρακυκλικό -2. (недостаток, изъян) η ατέλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрешность
-
15 прибыль
1. (сумма, составляющая разницу, на которую доход превышает затраты) το κέρδος 2. эк. (доход, источником которого является прибавочная стоимость) το κέρδος, το όφελος, η απολαβή 3. (польза, выгода) το όφελος, η ωφέλεια, το κέρδος 4. (увеличение, прибавление) η (επ)αύξηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прибыль
-
16 сумма
1. мат. το άθροισμα- углов - των γωνιών 2 (определённое количество денег) το ποσ/όν, το άθροισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сумма
-
17 термометр
το θερμόμετροобразцовый - см. нормальный -самопишущий - о θερμογράφος, αυτο-γραφικό -термоэлектрический - θερμοηλεκτρικό -, το πυρόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > термометр
-
18 ток
I. 1. эл. το ρεύμαпреобразовывать переменный - в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο - σε σταθερόвихревой - δίνης, το δινόρευμα- τα δίνης2. (течение, поток) η ροή, το ρεύμα. II.с.-х. (площадка для молотьбы) το αλώνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ток
-
19 ширина
το πλάτοςτο εύροςτο φάρδοςгабаритная - маш. η διάσταση της μηχανής-канала рад. - του διαύλου/καναλιού- судна теоретическая θεωρητικό/εσωτερικό - του σκάφουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ширина
-
20 quasi-maximum likelihood estimator
French\ \ estimateur du quasi maximum de vraisemblanceGerman\ \ Quasi-Maximum-Likelihood-SchätzerDutch\ \ quasi-maximale-aannemelijkheidsschatterItalian\ \ stimatore di quasi massima verosimiglianzaSpanish\ \ estimación cuasimáximo-verosímilCatalan\ \ estimador quasi-máxim-versemblantPortuguese\ \ estimador de quase-máxima verosimilhança; estimador de quase-máxima verossimilhança (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ οιονεί μέγιστο εκτιμητή πιθανότηταFinnish\ \ kvasi-suurimman uskottavuuden estimaattoriHungarian\ \ kvázi maximum likelihood becslésTurkish\ \ yarı olabilirlik tahminleyicisiEstonian\ \ kvaasitõepära hinnangufunktsioonLithuanian\ \ kvazimaksimalus tikėtinumo rodiklisSlovenian\ \ -Polish\ \ estymatory quasi-największej wiarygodnościUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ hálf-sennileikametillEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مقرر شبه الامكان الاعظمAfrikaans\ \ kwasie-maksimumaanneemlikheidsberamerChinese\ \ 拟 极 大 似 然 估 计Korean\ \ 준최대가능도 추정량
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέγιστο — το μαθημ. βλ. μέγιστος … Dictionary of Greek
μέγιστο(ν) — το (ΑM μέγιστον) βλ. μέγιστος … Dictionary of Greek
μέγιστο — το (μαθημ.), η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να λάβει μια μεταβλητή ποσότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Μεγάλες Λίμνες — (Great Lakes). Λιμναία λεκάνη (πάνω από 248.000 τ. χλμ., η μεγαλύτερη έκταση γλυκών νερών στον κόσμο) της Βόρειας Αμερικής, η οποία περιλαμβάνει πέντε λίμνες: την Σαπίριορ (Άνω Λίμνη), τη Μίσιγκαν, τη Χιούρον, την Ίρι και την Οντάριο. Οι Μ.Λ.… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek